αχλαινία — ἀχλαινία, η (Α) [άχλαινος] το να μην έχει κάποιος χλαίνη … Dictionary of Greek
ἀχλαινίας — ἀχλαινίᾱς , ἀχλαινία want of a cloak fem acc pl ἀχλαινίᾱς , ἀχλαινία want of a cloak fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)